ανεμογαζού

ανεμογαζού
κ. -γαζούδα, η
1. δαιμόνιο που προκαλεί τον ανεμοστρόβιλο και βρίσκεται μέσα στη δίνη του ανέμου
2. ο ανεμοστρόβιλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”